Της Λέττας Καλαμαρά
Σε από κοινού συνεργασία για την υλοποίηση των εκκρεμοτήτων που εμποδίζουν την περαιτέρω ανάπτυξη του κλάδου των μεταλλευτικών επιχειρήσεων κατέληξαν η ηγεσία του υπουργείου Περιβάλλοντος και Ενέργειας με επικεφαλής τον υπουργό κ. Κωστή Χατζηδάκη με το προεδρείο του Συνδέσμου Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων στο πλαίσιο της προγραμματισμένης συνάντησης τους στο ΥΠΕΝ.
Η ατζέντα της συζήτησης
μεταξύ των δύο πλευρών που διήρκησε γύρω στη μιάμιση ώρα, περιελάμβανε βασικά
θέματα- προτεραιότητες για τον κλάδο. Συγκεκριμένα, συζητήθηκαν ζητήματα
περιβαλλοντικά και αδειοδοτήσεων που χρονίζουν από το 2012, χωροταξικά που
χρονίζουν από το 2017, αλλά και ενεργειακά ειδικότερα οι προτάσεις του ΣΜΕ
σχετικά με το λιγνίτη. Αναφορά έγινε για τις τροποποιήσεις και τις θέσεις του
ΣΜΕ για το λατομικό νομοσχέδιο που αναμένεται ότι θα αποτελέσει ξεχωριστό θέμα
συζήτησης και διαβούλευσης με τους φορείς. Ειδική μνεία έγινε για την Εθνική
Πολιτική για τις ορυκτές πρώτες ύλες την επικαιροποίηση και την εφαρμογή της
που επίσης χρονίζει από το 2012. Πάγιο αίτημα του κλάδου αποτελεί να βγει ως νομικής
μορφής κείμενο και όχι ως εξαγγελία, να έχει συγκεκριμένες προτεραιότητες και
προδιαγραφές, με συγκεκριμένο σχέδιο υλοποίησης και με συναρμοδιότητα
υπουργείων. Επιπλέον, σύμφωνα με τον ΣΜΕ, η
γρήγορη ολοκλήρωση του εκπονούμενου Ειδικού Χωροταξικού Σχεδίου για τις Ορυκτές
Πρώτες Ύλες, η θέσπιση και εφαρμογή αποτελεσματικών αδειοδοτικών διαδικασιών
και η ασφάλεια δικαίου αποτελούν μερικά από τα προαπαιτούμενα, ώστε ο
εξορυκτικός κλάδος να ενδυναμώσει περισσότερο τη συμβολή του στο ΑΕΠ της χώρας
και να στηρίξει την προσπάθεια να ανέλθει η βιομηχανική παραγωγή στο 12% του
ΑΕΠ.
Όπως τόνισε ο υπουργός
Ενέργειας και Περιβάλλοντος Κωστής Χατζηδάκης «δεν πρέπει να ενοχοποιούμε την
μεταλλευτική δραστηριότητα, υπό τον όρο φυσικά ότι αυτή γίνεται με σεβασμό των
περιβαλλοντικών κανόνων. Αυτή ήταν η τοποθέτησή μας σήμερα απέναντι στο
Σύνδεσμο Μεταλλευτικών Επιχειρήσεων. Ο Σύνδεσμος έθεσε τα αιτήματά του για διάφορα
ζητήματα που αφορούν τη Γενική Γραμματεία Ενέργειας, τη Γενική Γραμματεία
Περιβάλλοντος, τη Γενική Γραμματεία Χωροταξίας. Υποσχεθήκαμε ότι θα τα δούμε,
υπό την αντίληψη όμως που μόλις περιέγραψα. Βιώσιμη ανάπτυξη είναι η κατεύθυνση
του πρωθυπουργού και της κυβέρνησης».
Επισημάνθηκε πως έχει ήδη ανατεθεί και βρίσκεται
σε εξέλιξη ειδικό χωροταξικό πλαίσιο για τις δραστηριότητες του κλάδου και όπως
τόνισε ο υπουργός «θα υπάρξει συνεργασία ώστε αυτό το χωροταξικό σχέδιο να
φέρει τους καρπούς που αναμένει τόσο ο κλάδος όσο και η ελληνική κοινωνία».
Αναφορικά με τις αδειοδοτήσεις και τις
καθυστερήσεις που δυσχεραίνουν το έργο των μεταλλευτικών επιχειρήσεων αίτημα
του κλάδου είναι να υπάρχει η δυνατότητα ανάθεσης κάποιον αξιολογήσεων σε
φορείς εκτός Δημοσίου. Όπως είπε από την πλευρά του ο πρόεδρος του ΣΜΕ Αντώνης
Κεφάλας, «θέσαμε στον υπουργό θέματα που αφορούν την επιτάχυνση της
περιβαλλοντικής αδειοδότησης, ρυθμίσεις που αφορούν στην ερμηνεία και την
τακτοποίηση της δασικής νομοθεσίας, καθώς επίσης και ζητήματα που αφορούν στη
χωροταξία των ορυκτών πρώτων υλών. Είναι ζητήματα τα οποία απασχολούν τον κλάδο
επί μακρόν και η επίλυσή τους θα δώσει τη δυνατότητα να αναπτυχθεί περαιτέρω
και από το 3%, που έχει σήμερα στο ΑΕΠ της χώρας, να μπορέσει τουλάχιστον να το
διπλασιάσει, αν όχι πολύ περισσότερο».
Σύμφωνα με τον ΣΜΕ η ελληνική εξορυκτική
βιομηχανία αντεπεξήλθε αποτελεσματικά στην παρατεταμένη οικονομική κρίση της
χώρας, δημιουργεί αξίες που υπερβαίνουν τα 2 δισ. ευρώ το έτος, πραγματοποιεί
εξαγωγές 1,3 δισ. ευρώ ετησίως, καταλαμβάνοντας το 5% των ελληνικών εξαγωγών. Στο
διάστημα 2015-2018 η εξορυκτική βιομηχανία επένδυσε 350 εκατ. ευρώ/έτος. Η Ακαθάριστη Προστιθέμενη
Αξία που παράγεται από τις επιχειρήσεις του κλάδου και των δύο μεταλλουργιών
που καθετοποιούν εγχώριες ορυκτές πρώτες ύλες τοποθετούν τη χώρα μας στην 7η
θέση μεταξύ της Ε.Ε. σε ό,τι αφορά το μερίδιό της στο σύνολο της βιομηχανίας
και στην 11η σε ό,τι αφορά το σύνολο της οικονομίας. Οι περίπου 120-150
επιχειρήσεις του κλάδου, μικρές και μεγάλες, απασχολούν άμεσα και έμμεσα
περίπου τους 100.000 εργαζομένους, αριθμός που αναμένεται να διατηρηθεί
σταθερός στα επόμενα χρόνια.
Η εξορυκτική
βιομηχανία παράγει 70 εκατ. τόνους εμπορεύσιμων προϊόντων από 30 διαφορετικά
ορυκτά, 10 εκ των οποίων η παραγωγή υπερβαίνει τους 300.000 τόνους ετησίως και
οι παραγωγές σε περλίτη, μπεντονίτη, μάρμαρα, κίσσηρη, βωξίτη βρίσκονται πολύ
υψηλά στην παγκόσμια κατάταξη. Αναφορικά με το περιβαλλοντικό αποτύπωμα των
εξορυκτικών επιχειρήσεων ο ΣΜΕ σημειώνει ότι από το 1977 που ξεκίνησε η
υποχρέωση αποκατάστασης περιβάλλοντος από τον εκμεταλλευτή, έχουν αποκατασταθεί
72.000 στρέμματα που αποτελούν το 40% της συνολικής επιφάνειας που έχει επηρεαστεί
από την εξόρυξη. Τα έργα αποκατάστασης που έχουν ολοκληρωθεί έχουν δώσει νέες
δασικές και γεωργικές εκτάσεις, τεχνητές λίμνες, νέους υδροβιοτόπους, μουσεία,
χώρους για πολιτιστικές εκδηλώσεις και ψυχαγωγία και πολλές άλλες
μετα-μεταλλευτικές χρήσεις γης.