Ο κλάδος, όπως τονίζει ο Σύνδεσμος, έχει διαχρονικά επιτυχημένη διαδρομή συμβολής στην ανάπτυξη της χώρας. Έχει επιδείξει αντοχή στις αντίξοες συνθήκες της κρίσης χάρις στα συγκριτικά του πλεονεκτήματα, ενώ το διεθνές περιβάλλον ζήτησης ορυκτών πρώτων υλών ευνοεί την περαιτέρω ανάπτυξή του μιας και έχει καίριο ρόλο στη σταδιακή μετάβαση σε ένα μοντέλο κυκλικής οικονομίας. η ανάπτυξη της εξορυκτικής-μεταλλουργικής βιομηχανίας, με βιώσιμο τρόπο, μπορεί να καλύψει σε σημαντικό βαθμό τις νέες απαιτήσεις. Σε αυτό, μπορεί να συμβάλει ουσιαστικά η ελληνική εξορυκτική βιομηχανία και η μεταλλουργία που αξιοποιεί ελληνικές πρώτες ύλες, αφού έχει ενεργή δραστηριότητα σε πάνω από το 10% των κρίσιμων πρώτων υλών και μετάλλων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Σε αυτό το πλαίσιο, ο Σύνδεσμος ζητά
από τα κόμματα, μεταξύ άλλων, να:
-Αντιμετωπιστεί το υψηλό κόστος ηλεκτρικής
ενέργειας και ορυκτών καυσίμων.
-Επικαιροποιηθεί η Εθνική Πολιτική για τις
Ορυκτές Πρώτες Ύλες (ΟΠΥ) και το σχέδιο δράσεων υλοποίησής της.
-Ολοκληρωθεί η διαδικασία εκπόνησης
Ειδικού Χωροταξικού ΟΠΥ.
-Υπάρξει αποτελεσματικότερη περιβαλλοντική
αδειοδότηση και σε συντομότερο χρόνο.
-Τροποποιηθεί ο Ν. 4512/2018.
-Τροποποιηθεί και
να συμπληρωθεί ο Ν. 4014/2011, ιδιαίτερα στα εξορυκτικά απόβλητα,
στη λειτουργία των επιθεωρήσεων και στην αδειοδότηση εξορυκτικών έργων.
-Αντιμετωπιστεί κατά τα ευρωπαϊκά πρότυπα
η αξιοποίηση Ορυκτές Πρώτες Ύλες εντός περιοχών ΝΑTURA
Όσον αφορά τις οικονομικές επιδόσεις του
κλάδου, σύμφωνα με τα στοιχεία του 2021, είχε πωλήσεις 1,7 δις ευρώ,
αντιστοιχεί στο 3,1% του ΑΕΠ. Παράγει 70 εκ. τόνους εμπορεύσιμων προϊόντων
ετησίως και οι επιχειρήσεις του κλάδου έχουν παρουσία σε παραγωγές όπως
περλίτη, μπεντονίτη, κίσσηρης, βωξίτη, λιγνίτη, μαρμάρου, μαγνησιακών προϊόντων, χουντίτη-υδρομαγνησίτη,
βρίσκεται πολύ υψηλά στην ευρωπαϊκή και παγκόσμια κατάταξη. Το 65% του
συνολικού κύκλου εργασιών του κλάδου προέρχεται από εξαγωγές, αποτελεί κορυφαίο
εργοδότη, ειδικά στην περιφέρεια και αποτελεί μοχλό επενδύσεων σε καινοτομία,
έρευνα και νέα έργα. Υποστηρίζει πάνω από 90.000 θέσεις εργασίας, ακόμα και στα
χρόνια της οικονομικής κρίσης και επενδυτικής άπνοιας, επένδυε περίπου 350 -400
εκατομμύρια ευρώ ετησίως.