Μεγάλες απώλειες καταγράφει η αγορά εργασίας εξαιτίας της κατάρρευσης του τουρισμού στην Ελλάδα. Εκτός από τις επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19, η ελληνική αγορά εργασίας χαρακτηρίζεται από παθογένειες, οι οποίες επιδεινώθηκαν κατά τη διάρκεια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας.
Σύμφωνα με το οικονομικό δελτίο της Alpha Bank, παρά την άνοδο των προσλήψεων το δίμηνο Ιουνίου-Ιουλίου, συνολικά το πρώτο επτάμηνο του
2020, το ισοζύγιο των ροών απασχόλησης διαμορφώθηκε σε 111,3 χιλ., που αποτελεί τη χαμηλότερη
επίδοση πρώτου επτάμηνου από το 2014. Με άλλα λόγια, η νόσος COVID-19 καθυστέρησε σημαντικά τις εποχικές προσλήψεις και εν τέλει
συμπίεσε το συνολικό ετήσιο αριθμό τους. Εκτός, όμως, από την απώλεια των θέσεων εργασίας, οι επιπτώσεις της πανδημίας COVID-19 στην αγορά
εργασίας έχουν αποτυπωθεί και σε άλλα πεδία.
Παρατηρήθηκε αύξηση των
ευέλικτων μορφών απασχόλησης, όπως η εργασία εξ αποστάσεως και η μετατροπή των συμβάσεων
εργασίας από πλήρη σε μερική και εκ περιτροπής απασχόληση, αντανακλώντας μια σημαντική μείωση των
ωρών εργασίας στον ιδιωτικό τομέα, ως συνέπεια της κάθετης πτώσης της παραγωγικής δραστηριότητας.
Ειδικά για την επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας, σημειώνεται ότι στην Ελλάδα είναι ιδιαίτερα υψηλή. Στην περίπτωση του μέσου εργαζόμενου, ο οποίος είναι παντρεμένος και έχει δύο παιδιά,
το μη μισθολογικό κόστος ανήλθε το 2019 στη χώρα μας σε 37,8% και ήταν το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό
που καταγράφηκε στις χώρες του ΟΟΣΑ. Σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, αξίζει να σημειωθεί ότι οι εργοδοτικές εισφορές κοινωνικής ασφάλισης αποτελούν το 49% του μη
μισθολογικού κόστους, σε σύγκριση με το 38%, κατά μέσο όρο, στις χώρες του ΟΟΣΑ. Τα αντίστοιχα ποσοστά
είναι χαμηλότερα στην Γερμανία (34%) αλλά και σε χώρες που έχουν ολοκληρώσει προγράμματα οικονομικής
προσαρμογής εντός της προηγούμενης δεκαετίας, όπως και η Ελλάδα. Συγκεκριμένα, στην Ιρλανδία, οι
εργοδοτικές εισφορές ανέρχονται σε 30% του συνολικού κόστους εργασίας, ενώ, στην Πορτογαλία, σε 47%.
Αντίθετα, στην Ιταλία (50%) και στην Ισπανία (58%) το μη μισθολογικό κόστος που αναλαμβάνει ο εργοδότης
είναι υψηλότερο σε σύγκριση με την Ελλάδα.
Το υψηλό ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών και των εργαζομένων αλλά και η υψηλή
φορολογία εισοδήματος, αυξάνουν σημαντικά το κόστος εργασίας και αποτελούν αντικίνητρο ενίσχυσης της
απασχόλησης, ενώ παράλληλα οδηγούν σε αύξηση της αδήλωτης εργασίας.