Το ν/σ του Υπουργείου Δημόσιας
Διοίκησης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης επιχειρεί να παρουσιάσει ένα
σχέδιο για την αξιολόγηση των διοικητικών διαδικασιών, των φορέων και
των υπαλλήλων. Ένα σχέδιο όμως, το οποίο μας οδηγεί στο να το
καταψηφίσουμε επι της αρχής, γιατί αμφισβητούμε την αποτελεσματικότητά
του, παρότι η προτεραιότητα που δίνουμε στη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση
είναι γνωστή, από την περίοδο ακόμα που συμμετείχαμε στην τρικομματική
Κυβέρνηση.
Κατά τη συζήτηση στην ολομέλεια ο ειδικός αγορητής κ.Σπύρος Λυκούδης μεταξύ άλλων τόνισε:
«Η δημόσια διοίκηση είναι η μεγάλη μεταρρυθμιστική πρόκληση αυτής της χώρας.
Είναι το στρατηγικό σχέδιο δράσης εκείνο που αν σχεδιαστεί και
εφαρμοστεί σωστά, θα συμβάλει καθοριστικά στη μείωση της διαφθοράς και
ταυτόχρονα θα γίνει εφαλτήριο ανάπτυξης.
Η προτεραιότητα που δίνουμε εμείς στη συγκεκριμένη μεταρρύθμιση είναι
γνωστή από την περίοδο ακόμα που συμμετείχε η Δημοκρατική Αριστερά στην
τρικομματική Κυβέρνηση. Υπηρετεί, όμως, το παρόν νομοσχέδιο ένα τέτοιο
σχέδιο δράσης. Υποστηρίζουμε πως όχι.
Αναμέναμε, όμως, κύριε Υπουργέ, να επιδειχθεί περισσότερη τόλμη, να
προχωρήσετε, δηλαδή, σε όλες εκείνες τις ενέργειες που απλοποιούν τη
διοικητική γραφειοκρατία, μειώνουν τον όγκο για τις υπηρεσίες και
προσφέρουν οικονομία χρόνου και χρήματος για τους πολίτες.
Η κριτική που ασκούμε εμείς στο παρόν νομοσχέδιο δεν είναι κριτική
συντήρησης ενός υπάρχοντος αναποτελεσματικού δημόσιου τομέα. Είναι
κριτική για την εμβάθυνση των τομών που χρειάζονται.
Ας υπενθυμίσουμε ότι τον καιρό της συμμετοχής της ΔΗΜΑΡ στην
Κυβέρνηση με το ν. 4109/2013 είχαν συγχωνευτεί 197 νομικά πρόσωπα
δημοσίων φορέων και είχαν καταργηθεί 8 φορείς. Μάλιστα, τότε είχαμε πει
ότι πρόκειται για ένα ελάχιστο δείγμα και ότι μέχρι τον Ιούνιο θα
ακολουθούσε η αξιολόγηση των άλλων 1500 φορέων. Έκτοτε η ΔΗΜΑΡ, η οποία
αποχώρησε από την Κυβέρνηση και από το Υπουργείο αφού πρώτα κατηγορήθηκε
ως δύναμη αδράνειας και αντιμεταρρυθμιστική, προσπάθησε ο οικονομικός
και διοικητικός εξορθολογισμός των δομών του Δημοσίου να μην καταλύσει
τις υπάρχουσες εργασιακές σχέσεις των εργαζομένων και να μην θίξει την
εργασιακή τους ασφάλεια.
Οι μετακινήσεις εργαζομένων, λόγω αλλαγής φορέα τότε, επιδιώχθηκαν με
τη διατήρηση της σχέσης εργασίας ως μία περίπτωση ένταξης στο σχήμα της
κινητικότητας, όπως τουλάχιστον το εννοούσαμε τότε και όχι με την
έννοια δυστυχώς των απολύσεων, όπως φαίνεται ότι προκύπτει σήμερα.
Σήμερα, στο προσωπικό που οδηγείται σε απόλυση, κύριε Υπουργέ,
βρίσκονται στελέχη με εξειδικευμένα ακαδημαϊκά προσόντα και εμπειρία.
Για παράδειγμα, στο υπό κατάργηση «Εθνικό Ινστιτούτο Εργασίας και
Ανθρώπινου Δυναμικού» απασχολούνται εξήντα οχτώ εργαζόμενοι εκ των
οποίων οι 30 από αυτούς κατέχουν μεταπτυχιακό τίτλο και οι 9
διδακτορικό, μορφωμένα στελέχη, δηλαδή, που εργάζονται στο δημόσιο με
πολύ μεγάλη εξειδίκευση...
Υπάρχουν, επίσης, και άλλοι οργανισμοί που χωρίς καμία ουσιαστική
αξιολόγηση του έργου τους καταργούνται, αφήνοντας μεγάλο κενό πίσω τους.
Π.χ. το ΕΚΕΒΙ το οποίο είχε γλιτώσει την κατάργησή του όταν ακόμη ήταν η
ΔημΑρ στην κυβέρνηση και είχαμε αποκρούσει την κατάργηση του θεσμού
αυτού.
Ένα ακόμα παράδειγμα, αδικαιολόγητης κατάργησης είναι και η ΕΑΧΑ, ο
Οργανισμός Ρυθμιστικού Σχεδίου της Αθήνας και οι αντίστοιχοι της
Θεσσαλονίκης και των Ιωαννίνων.
Όσον αφορά στην αξιολόγηση των δημοσίων υπαλλήλων, κ. Υπουργέ,
αισθάνομαι την ανάγκη να υπενθυμίσω σε όλους μας ότι κάθε προσπάθεια
αλλαγής στη χώρα μας αντιμετωπίζεται αρνητικά και φοβικά αρχικά λόγω του
γενικευμένου κλίματος αναξιοπιστίας και καχυποψίας προς τους πολιτικούς
και το δημόσιο. Θυμηθείτε τις σφοδρότατες αντιδράσεις σε «ηπιότερες»
μάλιστα πολιτικές περιόδους για τον νόμο Πεπονή και την προσπάθεια
θεσμοθέτησης του ΑΣΕΠ, στις διαδικασίες του οποίου σήμερα προσβλέπουμε
όλοι .
Για τούτο θα πρέπει όλοι μας να είμαστε πολύ συνετοί και
προσεκτικοί. Διότι μια αποτυχημένη ή μια ανεφάρμοστη προσπάθεια
μεταρρύθμισης στο δημόσιο επιβαρύνει ένα ήδη πολύ επιβαρυμένο κλίμα.
Εισηγείστε ένα σχέδιο συγκριτικής αξιολόγησης των δημοσίων υπαλλήλων.
Τονίζω δυο στοιχεία του: το μεταβατικό χαρακτήρα του και το γεγονός ότι
το πεδίο σύγκρισης σε επίπεδο Γενικής Διεύθυνσης καθιστά τον τρόπο αυτό
εφαρμοστέο σε μόλις 1km πέριξ της πλατείας Συντάγματος. Δηλαδή στις
κεντρικές διοικήσεις των περισσοτέρων υπουργείων.
Εκτιμούμε κύριε υπουργέ, ότι είναι σχέδιο επί χάρτου. Δεν είναι εφαρμόσιμο για 3 λόγους.
Είναι μεταβατικό και παραπλανητικό, αυξάνει το κλίμα καχυποψίας και
τις διαλυτικές τάσεις που χαρακτηρίζουν μεγάλο τμήμα του δημοσίου και η
υλοποίησή του θα προκαλέσει τόση γραφειοκρατία και χαμένες εργατοώρες
που η ζημιά ξεπεράσει κατά πολύ το προσδοκώμενο όφελος. Διότι θα
αναγκαστείτε να εκδώσετε πλήθος ερμηνευτικών, κανονιστικών εγκυκλίων,
απαντάτε διαρκώς ερωτήματα επί συγκεκριμένων περιπτώσεων και είναι πολύ
πιθανόν να θεσπίσετε εξαιρέσεις και τροποποιήσεις.
Εκτός της κεντρικής γραφειοκρατίας θα προκληθεί κατά την εκτίμησή μας
και μια έκρηξη εσωτερικής αλληλογραφίας, εσωτερικών σημειωμάτων μέσα
στις υπηρεσίες. Διότι ζητάτε - και ορθώς- από κάθε εισηγητή
προϊστάμενο να αποδείξει με ειδική αιτιολογία γιατί βαθμολογεί έναν
υφιστάμενό του με βαθμό 9-10 ή με 1-6.
Κατά την εκτίμησή μας κ. υπουργέ, αν το Υπουργείο δεν ήταν έτοιμο να εισηγηθεί ένα σαφές και επεξεργασμένο νομοσχέδιο.
Πιστεύουμε σε ουσιαστική και αποτελεσματική τομή στον Δημόσιο Τομέα παραλλήλως όμως να είναι και δημοκρατική και δίκαιη.»